- ακοστολόγητος
- η , ο [ος , ον ] с неустановленной ценой, без прейскуранта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακοστολόγητος — η, ο αυτός του οποίου δεν καθορίστηκε το κόστος, η αξία της αγοράς: Τα εμπορεύματα τα βαλαν στην αποθήκη, γιατί ήταν ακόμη ακοστολόγητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)